άσαστος

άσαστος
η , ο см. άσιαχτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άσαστος" в других словарях:

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»